συρμακέζης

συρμακέζης
και συρμακέσης, ο, Ν
τεχνίτης ειδικός στο να κεντά με χρυσό ή αργυρό σύρμα ενδυμασίες ή υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sirmakeş].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”